- σημαιοστόλιστος
- -η, -ο, Νσημαιοστολισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαία + -στόλιστος (< στολίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Κωνστ. Πωπ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σημαιοστόλιστος — η, ο στολισμένος με σημαίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)